- λεπραίνομαι
- λεπρ-αίνομαι,A = λεπρύνομαι (q.v.), Nic.Th.156.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λεπραίνομαι — (Α) βλ. λεπρύνομαι … Dictionary of Greek
λεπρύνομαι — ή λεπραίνομαι (Α) γίνομαι τραχύς και γεμίζω λέπια. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεπρός ή λέπρα] … Dictionary of Greek